- μεγαλοδυναμία
- μεγᾰλο-δῠνᾰμία, ἡ,A great power, Hsch. s.v. ἐρισθενέος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλοδυναμία — μεγαλοδυναμία, ἡ (Α) [μεγαλοδύναμος] μεγάλη ισχύς … Dictionary of Greek